Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

(κατά) παραγγελία

  • 1 заказ

    заказ м η παραγγελία по \заказу (κατά) παραγγελία
    * * *
    м
    η παραγγελία

    по зака́зу — (κατά) παραγγελία

    Русско-греческий словарь > заказ

  • 2 задание

    задани||е
    с ἡ ἀποστολή, ἡ ἐντολή, τό ἔργο[ν] / ἡ παραγγελία (поручение)/ τό μάθημα (школьное):
    письменное \задание ἡ γραπτή ἀσκηση· боевое \задание ἡ πολεμική ἀποστολή· работать по \заданиею δουλεύω κατά παραγγελία· давать \задание а) ἀναθέτω μιά ἀιχοστολή, ἀναθέτω μιά δουλειά, б) βάζω μάθημα (в школе)· выполнять \задание а) ἐκπληρώ τήν ἐντολήν, б) ἐτοιμάζω τό μάθημα (в школе).

    Русско-новогреческий словарь > задание

  • 3 заказ

    заказ
    м ἡ παραγγελία/ ἡ ἐντολή (поручение):
    стол \заказов τμήμα παραγγελιών на \заказ (κατά) παραγγελία.

    Русско-новогреческий словарь > заказ

  • 4 заказнби

    заказ||нби́
    прил
    1. (сделанный на заказ) (κατά) παραγγελία·
    2. (о почтовом отправлении) συστημένος ἐπί συστάσει:
    \заказнбино́е письмо τό συστημένο γράμμα.

    Русско-новогреческий словарь > заказнби

  • 5 заказной

    επ.
    1. κατά παραγγελία.
    2. συστημένος• -6е письмо συστημένο γράμμα.
    3. απαγορευμένος (για κυνήγι, αλιεία).

    Большой русско-греческий словарь > заказной

  • 6 заявка

    θ.
    1. δήλωση.
    2. αίτηση, ζήτηση, παράκληση•

    сделать -у κάνω αίτηση, ζητώ•

    на билеты ζήτηση εισιτηρίων•

    концерт по -ам радиослушателей συναυλία κατά παραγγελία των ραόιοακροατών.

    Большой русско-греческий словарь > заявка

  • 7 поручение

    поручени||е
    с ἡ παραγγελία, ἡ ἐντολή, ἡ ἀνάθεση:
    по моему́ \поручениею κατά παραγγελίαν μου, μέ ἐντολή μου· дать \поручение кому́-либо ἐπιφορτίζω κάποιον, δίνω ἐντολή σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > поручение

См. также в других словарях:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… …   Dictionary of Greek

  • Μαντένια, Αντρέα — (Andrea Mantegna, Νησί Καρτούρο, Πάντοβα 1431 – Μάντοβα 1506). Ιταλός ζωγράφος και χαράκτης. Ήταν ο δευτερότοκος γιος ενός ξυλουργού. Έδειξε από μικρός την κλίση του στη ζωγραφική και μαθήτευσε στην Πάντοβα, στο εργαστήριο του Φραντσέσκο… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • μικρογραφία — Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Μαλαξός — Επώνυμο δύο μεταβυζαντινών λογίων, από το Ναύπλιο. 1. Μανουήλ (Ναύπλιο ; – Κωνσταντινούπολη 1581). Εκδότης και συγγραφέας νoμοκανονικών και ιστορικών έργων. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το πρώιμο στάδιο της ζωής του. Γύρω στα 1555 ήταν… …   Dictionary of Greek

  • φετίχ — Όρος που παράγεται από το λατινικό factitius, από το οποίο προέρχεται η πορτογαλική λέξη fetiço (= μαγικό), που χρησιμοποίησαν οι πρώτοι αποικιστές της δυτικής Αφρικής για να χαρακτηρίσουν τα φυλαχτά, είδωλα και ιερά αντικείμενα κάθε είδους που… …   Dictionary of Greek

  • Γουόρχολ, Άντι — (Andy Warhol, Φόρεστ Σίτι, Πενσιλβάνια 1928 – 1987). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πολωνικής καταγωγής Αμερικανού ζωγράφου και σκηνοθέτη του κινηματογράφου Άντριου Γουορχόλα (AndrewWarhola). Ο Γ. σπούδασε στο ινστιτούτο τεχνολογίας του Κάρνεγκι. Το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»